Οικονομικά χαρακτηριστικά μιας αγροτικής κοινότητας
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 58, Heft 58, S. 73
ISSN: 2241-8512
876 Ergebnisse
Sortierung:
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 58, Heft 58, S. 73
ISSN: 2241-8512
Includes bibliographical references. ; Number of sources in the bibliography: 80 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Economics and Management, Department of Accounting and Finance, 2016. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρία κεφάλαια. Τα πρώτα δύο κεφάλαια είναι συνεχόμενα, στην Εμπειρική Εταιρική Χρηματοοικονομική, και συγκεκριμένα στα ταμεία προνοίας Καθορισμένων Παροχών (ΚΠ) από δημόσιες εταιρίες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Το τρίτο κεφάλαιο είναι στην Εμπειρική Αποτίμηση Κεφαλαίων και εξετάζει την αντίδραση των χρηματαγορών διαφόρων χωρών του κόσμου όταν η πιστοληπτική ικανότητα αυτών των χωρών αλλάζει από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, την Fitch, την Moody's και την Standard and Poor's. Στο πρώτο κεφάλαιο ορίζω μια καινούργια μονάδα μέτρησης του αναλογιστικού σφάλματος στις υποθέσεις χρηματοδότησης των ταμείων προνοίας ΚΠ και συγκρίνω τα συμπεράσματα μου με αυτά από προηγούμενες μελέτες που δεν χρησιμοποιούν την νέα μονάδα μέτρησης. Στο δεύτερο κεφάλαιο χρησιμοποιώ την μέθοδο διαφορά των διαφορών (difference-in-differences) ως τη κύρια μέθοδο ανάλυσης αποτελεσμάτων και εξετάζω κατά πόσο μεγάλες πτώσεις στο επίπεδο χρηματοδότησης των ταμείων προνοίας ΚΠ είναι συνυφασμένες με μεγαλύτερα αναλογιστικά σφάλματα την επόμενη χρονιά. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζω αν η αλλαγή του κανονισμού (EU, 2013) για τους Διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης (ΔΟΑ), που αλλάζει την απροσδιόριστη φύση των αλλαγών στην πιστοληπτική ικανότητα των χωρών σε προσδιορισμένη, επηρέασε την επίδραση στις χρηματαγορές που βρήκαν οι Μιχαηλίδης και άλλοι (2015) πριν από αλλαγές στην πιστοληπτική ικανότητα χωρών απο τους 3 μεγάλους ΔΟΑ. Στο πρώτο κεφάλαιο ορίζω και χρησιμοποιώ μια καινούργια μονάδα μέτρησης για τα σφάλματα των αναλογιστών στις υποθέσεις χρηματοδότησης ταμείων προνοίας καθορισμένων παροχών, το Αναλογιστικό Σφάλμα (ΑΣ). Το αναλογιστικό σφάλμα ορίζεται ως η διαφορά μεταξί των Αναμενόμενων Αποδόσεων (ΑΑ) των συνταξιοδοτικών στοιχείων του ενεργητικού για δύο συνεχείς χρονιές (π.χ. ΑΣt+1 = ΑΑt+1 – AAt). Χρησιμοποιώντας δεδομένα, από το 2000 μέχρι το 2011, απο το Αμερικάνικο Τμήμα Εργασίας (US Department of Labour), από την Compustat και την Datastream βρίσκω ότι τα πιο ασθενή οικονομικά ταμεία προνοίας ΚΠ είναι συνυφασμένα με μεγαλύτερα ΑΣ την επόμενη χρονιά, κάτι που κάνει τις υποχρεώσεις που έχει το ταμείο να φαίνονται μικρότερες. Αυτό το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με αυτά άλλων μελετών, π.χ. Kisser, Kiff & Soto (2016), που βρίσκουν πως οι αναλογιστές κάνουν υποθέσεις μείωσης υποχρεώσεων όταν τα ταμεία προνοίας είναι ασθενέστερα οικονομικά. Στο δεύτερο κεφάλαιο, χρησιμοποιώ το Αναλογιστικό Σφάλμα και την διεθνή οικονομική κρίση του 2008 ως εξωγενή παράγοντα αλλαγής της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ταμείων προνοίας ΚΠ και βρίσκω ότι τα ασθενέστερα ταμεία προνοίας ΚΠ είναι συνυφασμένα με μεγαλύτερα ΑΣ την επόμενη χρονιά. Συγκεκριμένα, βρίσκω ότι ταμεία των οποίων η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται σημαντικά από την προηγούμενη χρονιά (t-1) στην φετινή χρονιά (t) είναι συνυφασμένα με μεγαλύτερα ΑΣ την επόμενη χρονία (t+1). Τα αποτελέσματα είναι στατιστικά σημαντικά μόνο μετά το έτος 2008. Για επαλήθευση των αποτελεσμάτων επαναλαμβάνω την ανάλυση, χωρίζοντας το δείγμα στον χρόνο 2006, αντί στον χρόνο 2008, για τον λόγο ότι το 2006 ψηφίστηκε ο νόμος προστασίας των ταμείων προνοίας στην Αμερική εισάγοντας πρόσθετους περιορισμούς και κανονισμούς για τα ταμεία προνοίας ΚΠ και μη, και βρίσκω παρόμοια αποτελέσματα. Τελειώνοντας τα αποτελέσματα δεν αλλάζουν αν λάβουμε υπόψη παραμέτρους όπως οι αμοιβές των αναλογιστών και η γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ταμείων. Στο τρίτο κεφάλαιο, εξετάζω κατα πόσο ο Ευρωπαικός Κανονισμός 462/2013 του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου που άλλαξε την φύση των ανακοινώσεων της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών από απροσδιόριστη σε προσδιορισμένη, επηρέασε τα ευρήματα από τον Μιχαηλίδη και άλλους (2015) που βρίσκουν πρόωρη επίδραση τέτοιων ανακοινώσεων στις χρηματαγορές. Συγκεκριμένα οι Μιχαηλίδης και άλλοι (2015) βρίσκουν αποτελέσματα που δυνητικά εξηγούνται από διαρροή πληροφοριών στις χρηματαγορές χωρών χαμηλής θεσμικής ποιότητας που υποβαθμίζεται η οικονομία τους. Στην παρούσα μελέτη, εξετάζω κατά πόσο η αλλαγή στον Ευρωπαικό κανονισμό επηρέασε την διαρροή πληροφοριών μετά τον Ιούνιο του 2013. Χρησιμοποιώ μια βάση δεδομένων ανάλυσης ειδήσεων για να δημιουργήσω μια μεταβλητή που μετρά τον αιφνιδιασμό των χρηματαγορών σε ανακοινώσεις σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα χωρών, μετρώντας την βαρύτητα ειδήσεων, και εξετάζω τις αντιδράσεις των χρηματαγορών όταν αιφνιδιάζονται θετικά ή αρνητικά. Αρχικά βρίσκω ότι οι αγορές αντιδρούν θετικά σε απρόβλεπτες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών τους. Ακολούθως, όταν οι αγορές αιφνιδιάζονται θετικά, οι χρηματαγορές αντιδρούν θετικά την ημέρα της ανακοίνωσης αλλά και μετά. Εν τέλει, όταν οι αγορές αιφνιδιάζονται αρνητικά, δεν παρατηρείται στατιστικά σημαντική αντίδραση στις αγορές γύρω ή κατά την ημέρα της ανακοίνωσης κάτι που υποδηλέι πως οι χρηματαγορές δεν αντιλαμβάνονται τις ανακοινώσεις αρνητικού αιφνιδιασμού σαν συμβάντα γεγονότα. ; This dissertation consists of three Chapters. The first two chapters are sequential, on empirical corporate finance, and specifically on Defined Benefit (DB) pension plans from publicly traded firms in the US. The third chapter is on empirical asset pricing and examines the reaction of stock markets around the world to sovereign rating changes from the three big Credit Rating Agencies, namely Fitch, Moody's and Standard and Poor's. In the first Chapter I define a new measure for actuarial estimation errors in the funding assumptions of DB pension plans and compare findings to those from past literature when the new measure is put in use. In the second Chapter I employ a difference in differences research design as the main identification strategy to investigate whether big drops in the funding level of DB pension plans are associated to bigger actuarial estimation errors in the subsequent year. In the third Chapter I investigate whether a change of regulation (EU, 2013) for Credit Rating Agencies, henceforth CRAs, changing the unscheduled nature of sovereign debt rating announcements to scheduled, affected the pre-announcement effect that Michaelides et al. (2015) document prior to sovereign debt rating changes from the big 3 CRAs. In Chapter 1, I develop and use a new measure for actuarial estimation errors in pension funding assumptions of defined-benefit pension plans, the Actuarial Estimation Error (AEE). The AEE is defined as the difference between the Expected Return (ER) of pension plan assets for two consecutive years (e.g. AEEt = ERt – ERt-1). Using data, spanning 2000-2011, from the US Department of Labour, Compustat and DataStream I find that financially weaker DB pension plans are associated with bigger AEEs in the following year, an obligation reducing assumption. This result is consistent with findings from the literature, e.g. Kisser, Kiff, & Soto (2016), suggesting that actuaries make obligation reducing assumptions when DB pension plans are underfunded. In Chapter 2, I use the proposed Actuarial Estimation Error and the 2008 global financial crisis as an exogenous shock on the financial strength of pension plans and find that more distressed pension plans are associated to bigger AEEs in the next period. In particular, I find that plans which experience big drops in their financial strength from the previous (time t-1) to the current year (time t) are associated to bigger AEEs in the following year (time t+1). Results are only important after the 2008 landmark. As robustness I redo the same analysis, splitting the sample on year 2006, instead of 2008, as in 2006 the Pension Protection Act was voted into law introducing additional restrictions and regulations for DB pension plans and their sponsors, and find similar results. Last, results are robust to a number of controls like actuarial compensation incentives and the overall financial strength level of the pension plan. In Chapter 3, I investigate whether the EU regulation No 462/2013 of the European Parliament and of the Council by which sovereign rating announcements became scheduled events has affected the pre-announcement effect that Michaelides et al. (2015) document before sovereign rating announcements. The authors find evidence consistent with information leakage in the stock markets of downgraded, low institutional quality countries. In particular, I examine the impact of this change in regulation on the potential leakage of information after June 2013. I use a news analytics database to build a surprise measure as captured by news articles to examine market reactions with respect to positive and negative surprises. First I find that markets respond positively to unscheduled upgrades, regardless of surprise. The positive reaction is documented on the announcement day and after. Second, when positive surprises are considered, stock markets react positively at the time of the announcement and after. Finally, when negative surprises are considered, I do not find significant market reaction around the announcement a result suggesting that the stock market perceives the negative surprise announcements as non-events.
BASE
In: Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Band 33, S. 80
ISSN: 2585-3031
Στο άρθρο αυτό επιχεψείτω μια συνοπτική παρουσίαση των σχετικός πρόσφατων θεωρητικών εξελίξεων και εμπειρικών ερευνών σε ένα επιμέρους γνωστικό αντικείμενο της οικονομικής, τα «οικονομικά της νομισματικής ένωσης». Η κριτική επισκόπηση ξεκινά από τη νομισματική ενοποίηση της Ε.Ε., με το κλείδωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1999, και συνεχίζεται με την κυκλοφορία του ευρώ και την πλήρη καθιέρωσή του. Παρουσιάζεται η «επίπτωση Rose» με θέμα τις θετικές επιδράσεις στο εμπόριο από την καθιέρωση νομισματικών ενώσεων ανά τον κόσμο ενώ, από την άλλη πλευρά, το κείμενο πραγματεύεται την αντίθετη άποψη του καθηγητή R. Baldwin, καθώς και όλων όσοι πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα της επίδρασης του ενιαίου νομίσματος στον όγκο του εμπορίου είναι μέχρι σήμερα μάλλον πενιχρά.
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 91, Heft 91, S. 3
ISSN: 2241-8512
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 63, Heft 63, S. 293
ISSN: 2241-8512
Includes bibliographical references. ; Number of sources in the bibliography: 151 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Economics and Management, Department of Economics, 2013. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Στη διατριβή αυτή εξετάζονται δύο ξεχωριστά θέματα: οι επιπτώσεις των κατωτάτων μισθών στην Κύπρο (μια χώρα όπου η νομοθεσία περί κατωτάτου ορίου μισθοδοσίας δεν καλύπτει σημαντικό μέρους του εργατικού δυναμικού) και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μόλυνση του περιβάλλοντος, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο ρύπων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας την Μπεϋζιανή οικονομετρική μεθοδολογία. Το Κεφάλαιο 1 περιλαμβάνει μια εισαγωγή στα πιο πάνω θέματα και μια συνοπτική ανασκόπηση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την εξέταση αυτών. Στο Κεφάλαιο 2 εξετάζονται οι επιπτώσεις των κατωτάτων μισθών στην Κύπρο από μια μακροοικονομική σκοπιά. Χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες χρονοσειρές εξετάζεται η ύπαρξη μιας στατιστικά σημαντικής εμπειρικής σχέσης μεταξύ της συνολικής απασχόλησης και του κατώτατου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη τις διαχρονικές αλλαγές στον αριθμό των επαγγελμάτων τα οποία καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, η εγκυρότητα των οικονομετρικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη θέματα που δεν τυγχάνουν της πρέπουσας σημασίας στη σχετική βιβλιογραφία, όπως την ύπαρξη μοναδιαίων ριζών, την ύπαρξη διαχρονικής εξάρτησης και την πιθανή ενδογένεια στη σχέση των μεταβλητών. Τα αποτελέσματα επιδεικνύουν την ύπαρξη μιας αρνητικής σχέσης μεταξύ της συνολικής απασχόλησης και του κατωτάτου ορίου μισθοδοσίας στην Κύπρο, γεγονός που αν ερμηνευτεί στα πλαίσια ενός μοντέλου αναζήτησης και συνταιριάσματος με δύο τομείς (two-sector search and matching model), εισηγείται ότι οι επιπτώσεις του κατώτατου μισθού γίνονται αισθητές και σε επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία. Το Κεφάλαιο 3 εξετάζει το ίδιο θέμα από μικροοικονομική σκοπιά, χρησιμοποιώντας διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την εξέταση του κατώτατου μισθού ξεχωριστά στους τομείς που καλύπτονται από την σχετική νομοθεσία (κάτι το οποίο δεν ίσχυε όσον αφορά στις μακροοικονομικές χρονοσειρές). Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται προέρχονται κυρίως από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών για τα έτη 1990/91, 1996/97, 2002/03 και 2008/09. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιδεικνύουν ότι το κατώτατο όριο μισθοδοσίας στην Κύπρο επηρεάζει και εργαζόμενους σε επαγγέλματα τα οποία δεν καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία, ειδικά μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα που οι μηνιαίες τους απολαβές κυμαίνονται περί της εκάστοτε τιμής του κατωτάτου νομικού ορίου μισθοδοσίας. Αυτό το αποτέλεσμα εισηγείται ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ συντεχνιών και εργοδοτών σε επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από το σχετικό νόμο επηρεάζονται από τον κατώτατο μισθό. Στο Κεφάλαιο 4 εξετάζεται η βαρύτητα που δίνουν διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα στην ύπαρξη της Περιβαλλοντικής Καμπύλης Kuznets (ΠΚΚ), η οποία αποτελεί μια θεωρητική σχέση μεταξύ της μόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος και του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αυτή η εξέταση γίνεται με τη χρήση της Μπεϋζιανής οικονομετρικής μεθοδολογίας, στην οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί η αβεβαιότητα που δημιουργείται από την ύπαρξη εκτενούς σχετικής βιβλιογραφίας που εισηγείται μεγάλο αριθμό επιπρόσθετων παραγόντων που δύνανται να επηρεάζουν τη μόλυνση του περιβάλλοντος, πέραν από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα κύρια συμπεράσματα είναι: (1) πολλοί παράγοντες μπορεί να εμφανίζονται στη σχετική βιβλιογραφία ότι επηρεάζουν τη μόλυνση στην ατμόσφαιρα μόνον επειδή στα οικονομετρικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται δε λαμβάνεται υπόψη η έμφυτη αβεβαιότητα και (2) υπάρχουν διαφορές στα επίπεδα μόλυνσης μεταξύ γεωγραφικών περιοχών οι οποίες δεν εξηγούνται επαρκώς ούτε από την ΠΚΚ ούτε από επιπρόσθετους παράγοντες που προτείνονται από τη βιβλιογραφία. ; Two different issues are examined in this thesis: the effects of the minimum wage in Cyprus (a country where only a number of occupations are covered by the relative legislation) and the determinants of environmental pollution as they are captured by the carbon dioxide emissions using the Bayesian Model Averaging Methodology. Chapter 1 presents an introduction and a summary of the results derived from this thesis. Chapter 2 examines the issue of the effects of the minimum wage in Cyprus from a macroeconomic perspective. Empirical evidence for the relationship between total employment and the minimum wage is provided by analysing time series data, creating a measure of the minimum wage in Cyprus (the Kaitz index) that may be also used in future studies. After addressing the issues of stationarity, dynamic specification and endogeneity that most of the existing literature ignores, evidence is found of a significant and negative relationship between the minimum wage and total employment. This result, in the framework of recently developed search and matching models, suggests the existence of significant spill-over effects from the legal minimum wage to the occupations that are not covered by the minimum wage legislation. Chapter 3 examines the same issue from a microeconomic perspective. An individual-level data set is used to study the impact of the official minimum wage on a host of labour market outcomes. The impact is examined separately for occupations where bipartite collective bargaining between trade unions and employers is not subject to an institutional minimum wage. The evidence indicates that the minimum wage affects workers in both the covered and the uncovered occupations, especially those workers whose earnings are close to the legal minimum wage. This result suggests that negotiations between the trade unions and the employers' organisations are affected, even if not legally bound, by the national minimum wage, because it constitutes a shadow minimum wage in uncovered sectors of the labour market. Chapter 4 investigates the strength of empirical evidence in favour of the existence of an environmental Kuznets curve (EKC), a relationship across countries between the level of environmental pollution and per capita GDP. This is done by accounting for the model uncertainty created by the numerous candidate regressors proposed in the literature, using a Bayesian Model Averaging methodology. Strong evidence is found in favour of the existence of EKC in carbon dioxide emissions and for macroeconomic policy effects. The main conclusions reached are: (1) it is most likely that a significant portion of the regressors proposed in the literature may appear empirically significant only because the econometric strategy does not account for model uncertainty, and (2) the proposed EKC approaches cannot adequately account for the relative importance of regional heterogeneity, thus further research is needed to systematically uncover the unexplained regional variation in the levels of carbon dioxide emissions.
BASE
Includes bibliographical references. ; Number of sources in the bibliography: 151 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Economics and Management, Department of Economics, 2013. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Στη διατριβή αυτή εξετάζονται δύο ξεχωριστά θέματα: οι επιπτώσεις των κατωτάτων μισθών στην Κύπρο (μια χώρα όπου η νομοθεσία περί κατωτάτου ορίου μισθοδοσίας δεν καλύπτει σημαντικό μέρους του εργατικού δυναμικού) και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μόλυνση του περιβάλλοντος, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο ρύπων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας την Μπεϋζιανή οικονομετρική μεθοδολογία. Το Κεφάλαιο 1 περιλαμβάνει μια εισαγωγή στα πιο πάνω θέματα και μια συνοπτική ανασκόπηση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την εξέταση αυτών. Στο Κεφάλαιο 2 εξετάζονται οι επιπτώσεις των κατωτάτων μισθών στην Κύπρο από μια μακροοικονομική σκοπιά. Χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες χρονοσειρές εξετάζεται η ύπαρξη μιας στατιστικά σημαντικής εμπειρικής σχέσης μεταξύ της συνολικής απασχόλησης και του κατώτατου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη τις διαχρονικές αλλαγές στον αριθμό των επαγγελμάτων τα οποία καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, η εγκυρότητα των οικονομετρικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη θέματα που δεν τυγχάνουν της πρέπουσας σημασίας στη σχετική βιβλιογραφία, όπως την ύπαρξη μοναδιαίων ριζών, την ύπαρξη διαχρονικής εξάρτησης και την πιθανή ενδογένεια στη σχέση των μεταβλητών. Τα αποτελέσματα επιδεικνύουν την ύπαρξη μιας αρνητικής σχέσης μεταξύ της συνολικής απασχόλησης και του κατωτάτου ορίου μισθοδοσίας στην Κύπρο, γεγονός που αν ερμηνευτεί στα πλαίσια ενός μοντέλου αναζήτησης και συνταιριάσματος με δύο τομείς (two-sector search and matching model), εισηγείται ότι οι επιπτώσεις του κατώτατου μισθού γίνονται αισθητές και σε επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία. Το Κεφάλαιο 3 εξετάζει το ίδιο θέμα από μικροοικονομική σκοπιά, χρησιμοποιώντας διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την εξέταση του κατώτατου μισθού ξεχωριστά στους τομείς που καλύπτονται από την σχετική νομοθεσία (κάτι το οποίο δεν ίσχυε όσον αφορά στις μακροοικονομικές χρονοσειρές). Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται προέρχονται κυρίως από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών για τα έτη 1990/91, 1996/97, 2002/03 και 2008/09. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιδεικνύουν ότι το κατώτατο όριο μισθοδοσίας στην Κύπρο επηρεάζει και εργαζόμενους σε επαγγέλματα τα οποία δεν καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία, ειδικά μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα που οι μηνιαίες τους απολαβές κυμαίνονται περί της εκάστοτε τιμής του κατωτάτου νομικού ορίου μισθοδοσίας. Αυτό το αποτέλεσμα εισηγείται ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ συντεχνιών και εργοδοτών σε επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από το σχετικό νόμο επηρεάζονται από τον κατώτατο μισθό. Στο Κεφάλαιο 4 εξετάζεται η βαρύτητα που δίνουν διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα στην ύπαρξη της Περιβαλλοντικής Καμπύλης Kuznets (ΠΚΚ), η οποία αποτελεί μια θεωρητική σχέση μεταξύ της μόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος και του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αυτή η εξέταση γίνεται με τη χρήση της Μπεϋζιανής οικονομετρικής μεθοδολογίας, στην οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί η αβεβαιότητα που δημιουργείται από την ύπαρξη εκτενούς σχετικής βιβλιογραφίας που εισηγείται μεγάλο αριθμό επιπρόσθετων παραγόντων που δύνανται να επηρεάζουν τη μόλυνση του περιβάλλοντος, πέραν από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα κύρια συμπεράσματα είναι: (1) πολλοί παράγοντες μπορεί να εμφανίζονται στη σχετική βιβλιογραφία ότι επηρεάζουν τη μόλυνση στην ατμόσφαιρα μόνον επειδή στα οικονομετρικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται δε λαμβάνεται υπόψη η έμφυτη αβεβαιότητα και (2) υπάρχουν διαφορές στα επίπεδα μόλυνσης μεταξύ γεωγραφικών περιοχών οι οποίες δεν εξηγούνται επαρκώς ούτε από την ΠΚΚ ούτε από επιπρόσθετους παράγοντες που προτείνονται από τη βιβλιογραφία. ; Two different issues are examined in this thesis: the effects of the minimum wage in Cyprus (a country where only a number of occupations are covered by the relative legislation) and the determinants of environmental pollution as they are captured by the carbon dioxide emissions using the Bayesian Model Averaging Methodology. Chapter 1 presents an introduction and a summary of the results derived from this thesis. Chapter 2 examines the issue of the effects of the minimum wage in Cyprus from a macroeconomic perspective. Empirical evidence for the relationship between total employment and the minimum wage is provided by analysing time series data, creating a measure of the minimum wage in Cyprus (the Kaitz index) that may be also used in future studies. After addressing the issues of stationarity, dynamic specification and endogeneity that most of the existing literature ignores, evidence is found of a significant and negative relationship between the minimum wage and total employment. This result, in the framework of recently developed search and matching models, suggests the existence of significant spill-over effects from the legal minimum wage to the occupations that are not covered by the minimum wage legislation. Chapter 3 examines the same issue from a microeconomic perspective. An individual-level data set is used to study the impact of the official minimum wage on a host of labour market outcomes. The impact is examined separately for occupations where bipartite collective bargaining between trade unions and employers is not subject to an institutional minimum wage. The evidence indicates that the minimum wage affects workers in both the covered and the uncovered occupations, especially those workers whose earnings are close to the legal minimum wage. This result suggests that negotiations between the trade unions and the employers' organisations are affected, even if not legally bound, by the national minimum wage, because it constitutes a shadow minimum wage in uncovered sectors of the labour market. Chapter 4 investigates the strength of empirical evidence in favour of the existence of an environmental Kuznets curve (EKC), a relationship across countries between the level of environmental pollution and per capita GDP. This is done by accounting for the model uncertainty created by the numerous candidate regressors proposed in the literature, using a Bayesian Model Averaging methodology. Strong evidence is found in favour of the existence of EKC in carbon dioxide emissions and for macroeconomic policy effects. The main conclusions reached are: (1) it is most likely that a significant portion of the regressors proposed in the literature may appear empirically significant only because the econometric strategy does not account for model uncertainty, and (2) the proposed EKC approaches cannot adequately account for the relative importance of regional heterogeneity, thus further research is needed to systematically uncover the unexplained regional variation in the levels of carbon dioxide emissions.
BASE
Η αειφόρος ανάπτυξη είναι η βάση για την πρόοδο και την εξέλιξη. Η παροχή ολοκληρωμένων λύσεων προστιθέμενης αξίας και η επίτευξη επιχειρηματικής αριστείας έχει γίνει στρατηγική επιλογή, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ζήτημα εταιρικής ευθύνης. Επομένως, έχουμε παρατηρήσει και από τις δύο πλευρές, εταιρική και ακαδημαϊκή, ότι όχι μόνο οι κυβερνήσεις στον κόσμο αλλά και οι καταναλωτές επιβραβεύουν πάντα μια βιώσιμη νοοτροπία και τις βιώσιμες πρακτικές σε έναν οργανισμό. Σε αυτό το άρθρο, εξετάζουμε δύο περιπτώσεις σε μια προσομοίωση αγοράς, εάν ένας μονοπωλητής θα εξαγοράσει ένα βιώσιμο startup ή θα αγοράσει από ένα προμηθευτή που εφαρμόζει βιώσιμες πρακτικές. Επιπλέον, εξετάζουμε τους λόγους για τους οποίους η αειφόρος ανάπτυξη είναι πολύ σημαντική, αλλά και τους λόγους για τους οποίους οι βιώσιμες νεοφυείς επιχειρήσεις θα οδηγήσουν στην μετάβαση με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα. ; Sustainable development is the basis for progress and evolution. Providing complete, value-added solutions and achieving business excellence has become a strategic choice, a competitive advantage and a matter of corporate responsibility. Therefore, we have noticed from both sides, corporate and academic, that not only the governments among the globe but also the consumers always reward a sustainable mindset and sustainable practices in an organization. In this paper, we examine two cases in a market simulation, whether a monopolist acquires a sustainable startup or byes from a sustainable upstream supplier. Additionally, we examine the reasons why sustainable development is very significant but also the reasons why sustainable start-ups will the lead the way to carbon neutral.
BASE
In: Social Policy, Band 15, S. 47-67
This article attempts to demonstrate that the reform of the social assistance system in Greece is a significant change in the level of coverage of social needs and in the wider welfare regime of the country. It has strengthened the provision of social benefits for housing, child and family care and poverty alleviation, while improving the redistributive and social effectiveness of social transfers. Utilizing quantitative data from the European Survey on Income and Living Conditions (EU SILC) and ESSPROS, it argues that this reform has expanded the state's contribution to the "production" of welfare in the country, both in terms of resources and covered risks (albeit at low levels), while also contributing to changing the characteristics of the dominant purely southern European welfare regime in the country. by adding elements of a liberal welfare regime.
In: Journal of the history of economic thought, Band 38, Heft 4, S. 553-554
ISSN: 1469-9656
Περιέχει το πλήρες κείμενο ; In Germany, public libraries are regarded as public services funded mainly by municipalities. Municipal governments receive their share of general taxes but also raise their own business taxes and property taxes. In the 1980s, after German unification in 1989, and now again in the current economic crisis, there is high pressure on the municipality's budget due to loss of business taxes and increase in welfare payments. The challenge for public libraries lies in the combination of less funding and higher demand for services, as well as their repositioning in digital age. Every library can improve its position with creativity, own initiative, solidarity and cooperation with other local institutions, good public relations and some knowledge of alternative funding possibilities. Some examples will illustrate how public libraries in Germany try to get alternative funds, improve their services, share resources and join forces to make the best of the situation.
BASE
Περιέχει το πλήρες κείμενο ; In Germany, public libraries are regarded as public services funded mainly by municipalities. Municipal governments receive their share of general taxes but also raise their own business taxes and property taxes. In the 1980s, after German unification in 1989, and now again in the current economic crisis, there is high pressure on the municipality's budget due to loss of business taxes and increase in welfare payments. The challenge for public libraries lies in the combination of less funding and higher demand for services, as well as their repositioning in digital age. Every library can improve its position with creativity, own initiative, solidarity and cooperation with other local institutions, good public relations and some knowledge of alternative funding possibilities. Some examples will illustrate how public libraries in Germany try to get alternative funds, improve their services, share resources and join forces to make the best of the situation.
BASE
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 157, S. 31
ISSN: 2241-8512
Με το παρόν άρθρο επιχειρείται η διερεύνηση του ρόλου της περιφερειακής εξειδίκευσης και της συμβολής του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στην οικονομικά βιώσιμη προοπτική της περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η περιφερειακή στρατηγική εξειδίκευσης της Δυτικής Μακεδονίας στο πλαίσιο της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής στρατηγικής με σκοπό την εξαγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων για το πλαίσιο και την υλοποίησή της. Ακόμη, παρουσιάζονται ερευνητικά αποτελέσματα για το οικονομικό περιβάλλον στον τομέα της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, καθώς επίσης και για τη βιωσιμότητα και τις δυνατότητες του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στην περιφερειακή ανάπτυξη.
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 148, Heft 148
ISSN: 2241-8512
Η εργασία αξιολογεί κριτικά αφενός πτυχές των οικιστικών πολιτικών των περιόδων 1920 και 1990, αφετέρου τα εγχειρήματα στεγαστικής διαχείρισης της σημερινής προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης. Στόχος είναι η αξιοποίηση των εμπειριών του παρελθόντος για τη διαμόρφωση της κατάλληλης οικιστικής πολιτικής για την τρέχουσα κρίση. Αυτή, για να είναι κοινωνικά και οικονομικά επωφελής, θα πρέπει να ικανοποιεί τις ακόλουθες αρχές: α) γεωγραφική διασπορά του νέου πληθυσμού βάσει χωροταξικών κριτηρίων και συνεκτίμησης των επιδιώξεων και δεξιοτήτων του, β) ένταξη των στεγαστικών επιλογών στο πλαίσιο ολοκληρωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, γ) διασπορά του νέου πληθυσμού στον πολεοδομικό και κοινωνικό ιστό μέσω της κοινωνικής ενοικιαζόμενης κατοικίας.
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 94, Heft 94, S. 3
ISSN: 2241-8512
<p>Στην εργασία αυτή εξετάζονται οι μηχανισμοί της ιστορικής εξέλιξης του πληθυσμού της Ελλάδας, με τη χρήση της θεωρίας της δημογραφικής μετάβασης. Ο πληθυσμός, αφού διέλθει όλα τα διαδοχικά στάδια της δημογραφικής μετάβασης, εμφανίζει ένα νέο πρόβλημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές τιμές του<br />δείκτη της γονιμότητας.<br />Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται παράλληλα με την οικονομική στασιμότητα και τα οικονομικά προβλήματα των δεκαετιών 1970 και 1980.<br />Πολλοί επιστήμονες επέδειξαν ευαισθησία και έντονη ανησυχία σχετικά με την εξέλιξη αυτή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις διατυπώθηκαν περισσότερο αισιόδοξες απόψεις και προοπτικές.</p>