Το άρθρο επιχειρεί να περιγράφει τις μεταβολές στο περιεχόμενο του πολιτικού λόγου των ελληνικών κομμάτων στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης και, στη συνέχεια, να συσχετίσει τέτοιες μεταβολές με τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς της κοινής γνώμης. Το ερευνητικό ερώτημα επικεντρώνεται στο κατά πόσον τα ελληνικά κόμματα προσάρμοσαν το περιεχόμενο του λόγου τους στην κυρίαρχη ιδεολογική τάση κάθε εποχής και στο, εάν εκείνα τα οποία έπραξαν κάτι τέτοιο, ωφελήθηκαν εκλογικά. Η διαχρονική ανάλυση των προεκλογικών προγραμμάτων καθενός από τα τρία κόμματα-εκφραστές των βασικών πόλων του συστήματος (ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) αποκαλύπτει ότι αυτά διαφέρουν ως προς τον βαθμό και τον ρυθμό μεταβολής του περιεχομένου τους στο χρόνο. Το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου του ΚΚΕ παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο, σε αντίθεση με εκείνο του ΠΑΣΟΚ που παρουσίασε ουσιαστικές και σταθερές μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου 1974-2000. Ο πολιτικός λόγος της Ν.Δ., αν και δεν παρέμεινε αμετάβλητος, δεν εξελίχθηκε ξεκάθαρα προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Τα τελευταία χρόνια, η διεθνής νεοφιλελεύθερη πολιτική για τον πολιτισμό προωθεί τη ρητορική της «ανταποδοτικότητας των επενδύσεων» στα πολιτιστικά αγαθά και κατ' επέκταση την ανάγκη δημιουργίας κατάλληλων μεθοδολογιών για την αποτίμηση της αξίας τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν άρθρο εξετάζει ορισμένες από τις βασικές έννοιες και τις μεθόδους των συστημικών οικονομικών, οι οποίες επιστρατεύονται στη μέχρι τώρα βιβλιογραφία για να ορίσουν και να οριοθετήσουν την οικονομική και κοινωνική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως υποστηρίζεται, παρότι η αξία των μνημείων συγκροτείται συλλογικά μέσα από πολύπλοκες κοινωνικές διαδικασίες και αλληλεπιδράσεις, οι νεοκλασικές οικονομικές τεχνικές περιορίζονται στην αποσπασματική αποτύπωσή της με όρους ατομικής κατανάλωσης. Καθώς προκύπτει η ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση στο ζήτημα, προτείνεται η σύνθεση μεθοδολογιών που αφενός συνδυάζουν τα εργαλεία των οικονομικών με την ποιοτική συμμετοχική έρευνα και αφετέρου εδράζονται σε ευρύτερες ιδέες και προβληματικές της πολιτικής οικονομίας που απομακρύνονται από τις συνηθισμένες υποθέσεις της μικροοικονομικής θεωρίας.
Ηπαρούσα εργασία διερευνά τις αποκλίσεις στους τρόπους με τους οποίους η 'προστιθέμενη αξία' της Πολιτικής Συνοχής (Π.Σ.) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) εφαρμόστηκε σε δύο από τις αρχικές χώρες Συνοχής, την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Η εφαρμογής της Π.Σ. συνεπάγεται τη μεταφορά της προστιθέμενης αξίας που προωθεί αλλαγές σε θεσμικές και διοικητικές δομές στο εθνικό επίπεδο των δικαιούχων χωρών. Το άρθρο προσδιορίζει πέντε τομείς στους οποίους η προστιθέμενη αξία έχει επηρεάσει τις δύο χώρες αναφοράς: τη συνοχή, την πολιτική (political), την πολιτική (policy), την επιχειρησιακή και την εκμάθηση. Υποστηρίζουμε ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στη διαδικασία εσωτερίκευσης ορισμένων στοιχείων της προστιθέμενης αξίας λόγω μιας σειράς εσωτερικών θεσμικών και διοικητικών ρυθμίσεων και δομών που επιτελούν διαμεσολαβητικό ρόλο στη σχέση εθνικού-υπερεθνικού. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας υπήρξε καλύτερη προσαρμογή στα συστατικά της προστιθέμενης αξίας εξαιτίας των εθνικών μεταρρυθμίσεων που μετέβαλαν τις εσωτερικές θεσμικές και διοικητικές δομές. ; This paper explores the divergent 'added value' that the implementation of the European Union's (EU) Cohesion Policy (CP) had in two of the original cohesion countries, Greece and Ireland. The implementation of the CP entails the transposition of the added value that arrives at the domestic level of the recipient countries and intends to promote changes in the administrative and institutional structures. The paper identifi es fi ve areas in which the added value has infl uenced Greece and Ireland, cohesion, political, policy, operational and policy learning. We argue that Greece has faced signifi cant diffi culties in internalising certain components of the CP added value because of a series of domestic administrative and institutional arrangements that mediated this relationship. In the case of Ireland there have been better patterns of adjustment to the components of the CP added value because the previously established institutional and administrative arrangements were reformed by the domestic Irish governments.
Το παρόν άρθρο, βασισμένο σε εμπειρικό ερευνητικό υλικό που συλλέχθηκε από μακροχρόνια επιτόπια έρευνα σε μια αγροτική κοινότητα, εστιάζει σε ορισμένες από τις βασικές πτυχές των σχέσεων που αναπτύσσονται ‒σε όλα τα στάδια της επιτόπιας έρευνας‒ ανάμεσα στον κοινωνικό ανθρωπολόγο και την υπό παρατήρηση κοινωνία, ανάμεσα τον «παρατηρητή» και τον «παρατηρούμενο», στον «οικείο» και τον «ξένο». Διερευνώντας τη δυναμική των διαπροσωπικών επαφών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της εθνογραφικής έρευνας, επιχειρείται ν' αναδειχθεί η αξία και η μοναδικότητα που έχει ‒για την κατανόηση ενός διαφορετικού τρόπου ζωής‒ η συμμετοχή «από τα μέσα» του ερευνητή στη συλλογική ζωή της υπό μελέτης κοινωνίας.
Η μελέτη αυτή εξετάζει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων σε ταξιδιωτικά γραφεία-τουριστικά πρακτορεία και ειδικότερα εκείνων οι οποίοι αποτελούν ευάλωτη επαγγελματικά ομάδα και απειλούνται με άμεση αντικατάσταση, δηλαδή των εργαζομένων (ανδρών - γυναικών) άνω των 40 ετών με χαμηλές δεξιότητες.Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν: α) την «επιφυλακτική» προσέγγιση της εργοδοσίας απέναντι στην αξία της επίσημης και οργανωμένης αρχικής εκπαίδευσης, και β) τη συνειδητοποίηση όλων των εργαζομένων -ανειδίκευτων, απόφοιτων τουριστικών σχολών, κατόχων μεταπτυχιακού- της αναγκαιότητας για συνεχή και συμπληρωματική κατάρτιση στη διάρκεια της εργασίας τους, η οποία συνοδεύεται και από προτάσεις εκπαίδευσης και εξειδίκευσης σε συγκεκριμένα θεματικά πεδία
<p>Το άρθρο πραγματεύεται τις αλλαγές που γνωρίζουν οι κοινωνικές σημασίες της εργασιακής δραστηριότητας στις λεγάμενες μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Στη μακρά διάρκεια της ιστορίας, η εργασία μετατρέπεται από ιερό καθήκον και υποχρέωση του ατόμου προς την κοινωνία σε μια δραστηριότητα της οποίας η αξία εξαρτάται από το τι επιτρέπει και τι απαγορεύει στο άτομο να πραγματοποιήσει σε άλλους τομείς της ζωής του (οικογένεια, κατανάλωση, ελεύθερος χρόνος). Με αυτή την έννοια, δε βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της εργασίας, όπως λέγεται, αλλά στο τέλος μιας ορισμένης ιστορικής σημασίας της εργασίας, η οποία παραμένει ωστόσο κύριος τόπος και χρόνος των κοινωνικών ανισοτήτων.</p>
Στο άρθρο αυτό επιχεφείται η συγκριτική αξιολόγηση της εξέλιξης του πολίτικου λόγου του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., από το 1974 μέχρι το 2007, με βάση τη θεωρία της επαγγελμα- τοποίησης της πολιτικής και μία από τις βασικές ερευνητικές υποθέσεις που απορρέουν από αυτή, την υπόθεση περί σταδιακής σύγκλισης και ομοιογενοποίησης του πολιτικού λόγου των κομμάτων εξουσίας. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόζεται ένας πρωτότυπος πειραματικός σχεδιασμός αναδρομικής αξιολόγησης. Ο έλεγχος γίνεται στο επίπεδο της πρόσληψης του πολιτικού λόγου και έχει δύο πτυχές: αφορά τόσο την πιθανή ιδεολογική σύγκλιση στην πορεία του χρόνου από το 1974 έως το 2007, όσο και την πιθανή σύγχυση της κομματικής ταυτότητας του πολιτικού λόγου την ίδια περίοδο. Τα ερευνητικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν προκαταρκτικά την υπόθεση εργασίας, ιδίως στο επίπεδο της ταυ- τοδότησης, αποτυπώνοντας μια πορεία διαρκώς αυξανόμενης δυσκολίας των ερωτώμε- νων να διαχωρίσουν τον λόγο ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. κατά τη διερευνώμενη περίοδο. Ταυτόχρονα, ανιχνεύονται ενδιαφέρουσες εκλεκτικές συγγένειες του λόγου των δύο κομμάτων με τα υπόλοιπα κόμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αναδεικνύεται, τέλος, η αξία της χρήσης πειραματικών μεθοδολογιών στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.
<p>Στο άρθρο αυτό επιχειρούμε να συνοψίσουμε τα συνολικά ευρήματα της έρευνας για την κοινωνική-οικολογική συνείδηση στην περιοχή της Επαρχίας Νέας Κυδωνιάς. Για τις ανάγκες του θεωρητικού πλαισίου της έρευνας εστιάσαμε στη σύνθετη έννοια της κοινωνικής-οικολογικής συνείδησης. Ως κοινωνική-οικολογική συνείδηση ορίσαμε το σύνολο των αντιληπτικών ικανοτήτων και σχημάτων, των στάσεων, των επιθυμιών, των αξιών και των προσανατολισμών και των προθέσεων δράσης αναφορικά με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και τη μεταξύ τους σχέση. Επισημάναμε ότι η αποδιδόμενη αξία σ' ένα μοντέλο κοινωνικής ανάπτυξης που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους οικονομικούς δείκτες και την ποσοτική διάσταση του εκσυγχρονισμού, σε συνδυασμό με τους κινδύνους και την ανασφάλεια που συνεπάγεται (αυτό το μοντέλο ανάπτυξης) για τους εργαζόμενους, τη διογκούμενη ανεργία και τη ρευστότητα στην αγορά εργασίας, μπορεί να λειτουργεί ανασταλτικά στη διαμόρφωση μιας κοινωνικής-οικολογικής συνείδησης, ιδιαίτερα για εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που βιώνουν εντονότερα τέτοιες συνθήκες και προοπτικές ζωής. Τα παραπάνω, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώθηκαν σ' ένα σημαντικό βαθμό από την ανάλυση των ποσοστικών και ποιοτικών δεδομένων της έρευνας.</p>
Η προσπάθεια της Ε.Ε. για τη διάδοση της καλλιέργειας των "ενεργειακών φυτών" με σκοπό την παραγωγή "βιοκαυσίμων" δημιουργεί ευνοϊκές προοπτικές για την καλλιέργεια της ελαιοκράμβης στην Ελλάδα, από το λάδι της οποίας παράγεται "βιο-ντίζελ". Μετά την εξαγωγή του λαδιού από τα σπέρματα της ελαιοκράμβης απομένει ο πλακούντας τους, ζωοτροφή πλούσια σε ολικές αζωτούχες ουσίες. Καθώς η Ελλάδα είναι έντονα ελλειμματική σε ζωοτροφές αυτού του τύπου, παρουσιάζεται δηλαδή ταυτόχρονα μια σημαντική ευκαιρία και για την ελληνική κτηνοτροφία. Επισημαίνεται ότι οι ποικιλίες της ελαιοκράμβης που καλλιεργούνται σήμερα περιέχουν σε ελάχιστη ποσότητα τους τοξικούς παράγοντες (ερουκικό οξυ και θειο-κυανογλυκοζίτες) που περιείχαν οι παλαιότερες. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται: α) η μέθοδος εξαγωγής του λαδιού, η οποία μπορεί να επηρεάσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πλακούντα, β) η χημική σύσταση, η θρεπτική αξία και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αζωτούχων ουσιών του πλακούντα, γ) η χρησιμοποίηση του πλακούντα στα σιτηρέσια των βοοειδών και οι αποδόσεις των ζώων και δ) τα αποτελέσματα μιας προσομοίωσης χρήσης του πλακούντα και η οικονομικότητά του σε ελληνικές συνθήκες. Ο πλακούντας των σπερμάτων της ελαιοκράμβης μειονεκτεί σε θρεπτική αξία εκείνου των σπερμάτων της σόγιας, όχι όμως και έναντι εκείνων των σπερμάτων του βαμβακιού και του ηλίανθου. Παρουσιάζει μερικά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, όπως η υψηλή περιεκτικότητα σε μεθειονίνη, ασβέστιο και φωσφόρο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε υψηλό ποσοστό στα ισορροπημένα σιτηρέσια των βοοειδών (15-20% της Ξηρής Ουσίας), χωρίς μείωση της κατανάλωσης τροφής και των αποδόσεων των ζώων. Εφόσον η τιμή του είναι μικρότερη από το 70-75% εκείνης του πλακούντα των σπερμάτων της σόγιας, τότε η χρήση του είναι και οικονομικά συμφέρουσα. ; European Union's policy to promote the production of "bio-fuel" from "energy plants" creates a favourable perspective for rapeseed production in Greece. Rapeseed oil is used to produce "bio-diesel" and after its extraction, a high-protein meal results. Greece is a net importer of protein feeds, which means that a great opportunity arises for the local animal industry. It must be noted that the varieties of rapeseed that are currently used ("canola" or "double zero") contain only minimum amounts of the toxic factors (erucic acid and glucosinolates) of older varieties. In this study, we present: a) the oil extraction method which can affect the quality of canola meal, b) the chemical composition, the nutritive value and the qualitative characteristics of canola meal's nitrogen fraction, c) the use of canola meal in cattle rations and the productivity of cattle receiving these rations and d) the results of a simulation concerning the use and the profitability of canola meal under Greek conditions. Canola meal has a lower nutritional value compared to soybean meal, but not compared to cottonseed and sunflower meals. It presents some interesting features, namely a high methionine, calcium and phosphorus content and significant amounts can be included in balanced cattle rations (15-20% of dry matter), without any negative effect on feed consumption or animal productivity. Canola meal use in cattle rations is profitable when its price is less than 70-75% ofthat of soybean meal.
Πολιτική και πολιτική των φύλων στο "Love Among the Ruins" του BrowningΕυγενία ΣηφάκηΜε το ποιήμά του "Love Among the Ruins", ο Browning συνδιαλέγεται με την παράδοση της ποίησης των ερείπιων, ενώ δείχνει βαθιά συναίσθηση του γεγονότος ότι το κλασικό παρελθόν αποτελεί μια οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται σύγχρονα οράματα της κοινωνίας και της αυτοκρατορίας. Για να ξαναζωντανέψει την αρχαία πόλη, ο Browning χρησιμοποιεί την αισθητική του Υψηλού (το πιο σημαντικό διακείμενο του ποιήματος είναι το περίφημο έργο του Edmund Burke, Philosophical Enquiry into the Origins of our Ideas of the Sublime and the Beautiful). Οι κατηγορίες του Υψηλού και του Ωραίου του δίνουν την επιπλέον δυνατότητα να συνυφάνει την ανδρική ικανότητα (στις πολλαπλές συμπαραδηλώσεις της) με την πολιτική δύναμη και την κοινωνική πρόοδο. Το ποίημα εκφωνείται από έναν αδύναμο Ιταλό βοσκό, του οποίου η ανδρική παθολογία, αρρωστημένη προοπτική και κάποτε γελοία γλώσσα λειτουργούν ως έμμεση προβολή της παθολογίας των σεξουαλικών σχέσεων στη Βικτωριανή Αγγλία.Το Υψηλό στην ποίηση του Browning δεν χρησιμοποιείται ποτέ ως μονοσήμαντα θετική αισθητική αξία. Μεταφέρεται, παραδόξως, από το πεδίο της αισθητικής στο χώρο της ιστορίας, του πολιτισμού και της πολιτικής, ενώ υπογραμμίζεται η καταστροφική του πλευρά. Ισχυρίζομαι ότι η κατηγορία αυτή χρησιμοποιείται εδώ για να εγγράψει στο ποίημα τις αντινομίες ενός κράματος δυνατών, αντιφατικών αισθημάτων που χαρακτηρίζουν τη Βικτωριανή περίοδο (ανάταση και αποστροφή, θριαμβολογία και φόβο) και για να εκφράσει τόσο το θάμβος όσο και τη φρίκη της ύβρεως την οποία δημιούργησε η γρήγορη κοινωνική μεταμόρφωση της Βρετανίας, η φρενήρης οικονομική ανάπτυξη, το κυνήγι για όλο και περισσότερη εξουσία και επεκτατική πολιτική.
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η εξειδίκευση των κύριων χαρακτηριστικών ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών. Η εξειδίκευση αυτή επιτρέπει αφενός τη δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικών υπηρεσιών που διέπεται από κοινές θεμελιώδεις αρχές και αξίες, αφετέρου δε τον καθορισμό –σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και πρακτική– του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισης τόσο των εθνικών όσο και των τοπικών αναγκών. Μετά την εισαγωγή του πλαισίου ανάλυσης για την ερμηνεία της εμπειρίας των κοινωνικώνυπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζεται το δίκτυο του ΕΚΚΑ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης) ως παράδειγμα ενός συντονιστικού κέντρου που συνδέει το ευρωπαϊκό, το εθνικό και το τοπικό επίπεδο. Τέλος, τονίζεται η κοινωνική προστιθέμενη αξία της δραστηριότητας των κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίως των εθελοντικών, με έμφαση στον μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα, τονειδικό ρόλο και την αποστολή τους στην κοινωνία, την αξιοποίηση των εθελοντών, καθώς και στο σύστημα ποιοτικής διαχείρισης που χρησιμοποιούν,προκειμένου να επιτυγχάνουν τις κατάλληλες ποιοτικές προδιαγραφές. ; This paper contributes to the development of a broader framework for the identification of the key features of a functional system of social services and benefits. This should allow for the elaboration of a social services' network ruled by common general principles and values. Related to this subject is the aim to determine –based on international experience and practices– the best way to deal with both local and national needs and vice versa. After introducing the framework of analysis used to interpret the experiences of social services providers across the European Union, we present the EKKA (National Centre for Social Solidarity) Network as an example of a coordination pole connecting theEuropean, the national as well as the local level. We conclude this paper by highlighting the civic added value of the activities of social services, andvoluntary social services in particular, with regard to the European Union and in the light of criteria such as their non-profit character, the special legal mandate given to them as civic actors, their mission within society, working with volunteers in particular, and their quality management system used to maintain adequate quality standards.
Η ψηφιακή εγκληματολογία (μερικές φορές γνωστή ως ψηφιακή ιατροδικαστική επιστήμη) είναι ένας κλάδος της εγκληματολογικής επιστήμης που περιλαμβάνει την ανάκτηση και διερεύνηση υλικού που βρίσκεται σε ψηφιακές συσκευές, συχνά σε σχέση με εγκλήματα στον κυβερνοχώρο. Η τεχνική πτυχή μιας έρευνας χωρίζεται σε διάφορους κλάδους, που σχετίζονται με τον τύπο των ψηφιακών συσκευών που εμπλέκονται, δηλαδή είναι η εγκληματολογία υπολογιστών, η εγκληματολογία δικτύων, η εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων και η εγκληματολογία κινητών συσκευών. Η εξέταση των ψηφιακών μέσων καλύπτεται από την εθνική και διεθνή νομοθεσία. Προαπαιτούμενο για την ψηφιακή εγκληματολογία είναι η ηλεκτρονική συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει την αξιολόγηση μιας δεδομένης κατάστασης και τον εντοπισμό και την ανάκτηση σχετικών πηγών δεδομένων που θα μπορούσαν να έχουν αποδεικτική αξία για την έρευνα. Κατά τη συλλογή οποιασδήποτε μορφής αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών στοιχείων, είναι ζωτικής σημασίας να ακολουθούνται αυστηρά και να τηρούνται οι κατάλληλες διαδικασίες και οδηγίες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι φορείς επιβολής του του νόμου και οι άλλοι οργανισμοί που εκτελούν ψηφιακές εγκληματολογικές εργασίες που σχετίζονται με έρευνες περιστατικών συχνά βασίζονταν σε μεθοδολογίες που επικεντρώνονταν σε αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον σκληρό δίσκο. Αυτό παραβλέπει τον πλούτο των πληροφοριών που περιέχονται στη μνήμη τυχαίας προσπέλασης (RAM) του στοχευμένου συστήματος. Στην την τελευταία ενότητα αυτής της διατριβής θα παρουσιάσουμε ένα εργαστηριακό πείραμα απόκτησης και διερεύνησης μνήμης (RAM). ; Digital forensics (sometimes known as digital forensic science) is a branch of forensic science encompassing the recovery and investigation of material found in digital devices, often in relation to cybercrime. The technical aspect of an investigation is divided into several branches, relating to the type of digital devices involved that is computer forensics, network forensics, forensic data analysis and mobile device forensics. The examination of digital media is covered by national and international legislation. The prerequisite for digital forensics is the electronic evidence gathering which is a process that involves the assessment of a given situation and the identification and recovery of relevant sources of data that could be of evidential value to the investigation. When gathering any form of evidence, including digital evidence, it is of vital importance that appropriate procedures and guidelines are strictly followed and adhered to. For the longest time, law enforcement and other organizations performing digital forensic tasks associated with incident investigations often relied on methodologies that focused on evidence contained within the hard drive. This overlooked the wealth of information that was contained within the Random Access Memory (RAM) of the targeted system. In the last section of this thesis we are going to present a lab experiment of memory (RAM) acquisition and investigation.
The thesis introduces a new theoretical tool named Strategic Framework of Energy Projects designed to link fundamental aspects of international relations theory with the basic principles of energy security. ; Η παρούσα ανάλυση ερευνά τα σημεία όπου υπάρχει σύμπλευση στρατηγικών συμφερόντων συνδεδεμένων με την ενέργεια μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ στη ΝΑ Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Η μελέτη περιέχει τη δημιουργία ενός νέου, καινοτόμου θεωρητικού εργαλείου με την ονομασία "Strategic Framework of Energy Projects" το οποίο προσδιορίζει της προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται ώστε ένα ενεργειακό έργο να μπορεί να χαρακτηριστεί ως φέρων στρατηγική αξία. Η διπλωματική αυτή εργασία περιέχει ανάλυση των ενεργειακών πολιτικών και των στρατηγικών και ενεργειακών συμφερόντων Ελλάδας και ΗΠΑ, καθώς και αντίστοιχη ανάλυση για άλλους διεθνείς δρώντες με ενδιαφέρον στα υποσυστήματα της ΝΑ Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου, όπως η ΕΕ, η Ρωσία, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Τουρκία και τα Δυτικά Βαλκάνια. Παράλληλα, εξετάζει μια σειρά από ενεργειακά έργα τα οποία ελέγχονται με βάση το "Strategic Framework of Energy Projects" για να διαπιστωθεί αν πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα και τις ΗΠΑ και αναλύεται το πως αυτά συνθέτουν το πλαίσιο σύμπλευσης συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών στην περιοχή. ; This study examines the framework that leads to an alignment of interests between Greece and the US as regards to energy developments on a regional level and determines the elements and mechanisms through which these energy interests relate and interact with the two countries' security interests. The analysis moves beyond the financial aspects of energy that are usually credited with a corresponding political interest, and establishes a theoretical framework with the capacity to identify the requirements and conditions under which energy projects and energy flows can be linked to security objectives and interests. In order to identify the elements of energy interest alignment between Greece and the US, the study defines the criteria that carry the capacity to attribute strategic value to an energy project. The thesis establishes the theoretical background that links energy with national security, classifies the criteria that define a strategic energy project and identifies the Greek and US strategic and energy interests that are then tested against the pre-determined criteria for strategic energy projects. The same analytical process is applied for other actors in the subsystems of SE Europe and Eastern Mediterranean, both major (EU and Russia) as well as regional (Balkan countries, Israel, Egypt, Cyprus, Turkey) in order to build a framework of converging and diverging energy-related strategic interests in the two subsystems. Finally, a number of existing, planned and proposed energy projects are tested through the pre-established theoretical tools in order to determine the pathways and the basis through which the alignment of Greek and US energy interests is materialized.
Στη μελέτη αυτή διερευνώ την αρετολογική και καθηκοντολογική ηθική του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τη σύνδεση της με την πολιτική μέσα από κείμενα ηθικά και πολιτικά που αποδεικνύουν τις σχέσεις των Ελλήνων λογίων με την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση και με τη δυτικοευρωπαϊκή, αντιστοίχως. Στις αρχές του 17ου αιώνα ο νεοαριστοτελισμός —τον οποίο ο Θεόφιλος Κορυδαλέας, ο σημαντικότερος Νεοέλληνας φιλόσοφος, διδάχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας από τον Cesare Cremonini— κυριάρχησε στη φιλοσοφική παιδεία της ελληνικής Ανατολής και τα έργα του Αριστοτέλη, και όχι πλέον ή μόνον τα υπομνήματα των μεταγενέστερων του σχολιαστών και παραφραστών, σηματοδοτούν πλέον τη διδασκαλία των φιλοσοφικών μαθημάτων, κυρίως της λογικής, της ρητορικής και ποιητικής αλλά και της ηθικής, της φυσικής και της μεταφυσικής. Ερμηνευτικά υπομνήματα και «εξηγήσεις» των αριστοτελικών έργων, αλλά και βυζαντινών κειμένων της πρακτικής ρητορικής, των γνωστών «κατόπτρων ηγεμόνων», γράφονται για τις ανάγκες της διδασκαλίας και χρησιμοποιούνται σε όλο τον 17ο και 18ο αιώνα. Η αριστοτελική ηθική υπήρξε η πλέον σταθερή φιλοσοφική παράδοση, που κυριαρχούσε στη μεταβυζαντινή διδακτική πρακτική όπως αυτό είναι φανερό από την Περί αρετών και κακιών εξήγηση του Σεβαστού Κυμινήτη αλλά και από τα σχόλια αυτού στα Ηθικά Νικομάχεια. Παράλληλα, διαπιστώνεται η επίδραση της στωικής ηθικής, η οποία διδάσκεται στις Σχολές και τις Ακαδημίες του ελληνικού χώρου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο εκλατινισμένος Αριστοτέλης προσελκύει επίσης την προσοχή των Ελλήνων λογίων του 17ου αιώνα, όπως αυτό είναι φανερό από τη μετάφραση του έργου του Conte Emanuele Tesauro Laf ilosofiam orale derivata dall' alto fonte del grande Aristotele, μετάφραση που φανερώνει το ενδιαφέρον τους για την αριστοτελική ηθική, η οποία συνδέεται με τη χριστιανική. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διάκριση των αρετών και κακιών και στη διατύπωση συνόλου καθηκόντων προς τον θεό, τον εαυτό και τους άλλους ανθρώπους. Κατά την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού παρατηρείται παράλληλα εισαγωγή της νεοτερικής φιλοσοφίας και στο πλαίσιο των νέων ενδιαφερόντων των Ελλήνων λογίων μεταφράζονται τα έργα των Montesquieu, Locke, Voltaire, Rousseau, Muratori, Soave, Beccaria κ.ά. με σκοπό την ηθική και πολιτική διαπαιδαγώγηση του Γένους. Έργα όπως του L. Muratori και του Fr. Soave, που σχολιάζω στην ανακοίνωση αυτή, φανερώνουν τον συμφυρμό της αρετολογικής ηθικής της αρχαιότητας και της καθηκοντολογικής χριστιανικής ηθικής, που έχει ενσωματωθεί σε έργα Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, αλλά και το ενδιαφέρον για προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι κοινωνικές αρετές, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του ανθρώπου προς το θεό, τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους, ή η ελευθερία στην πολυμορφία της. Η καθηκοντολογική ηθική ανευρίσκεται παράλληλα και σε πρωτότυπα έργα των Ελλήνων στοχαστών. Όλες αυτές οι κοινωνικές ιδέες διαδίδονται στο ευρύτερο κοινό της νοτιοανατολικής Ευρώπης μέσω της «εξήγησης», μορφής απλουστευτικής ερμηνείας του αρχαίου κειμένου, ή των σχολιασμένων αρχαίων κειμένων ή και μέσω των παραφράσεων και μεταφράσεων έργων δυτικοευρωπαϊκών. Ιδιαίτερα η μετάφραση αναδεικνύεται δίαυλος επικοινωνίας και μετάδοσης των νέων ιδεών. Πολιτική και ηθική συνδέονται, για να καταστήσουν φανερή την αναγκαιότητα των αρετών για τη δάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα και για την πρόοδο της κοινωνίας, καθώς και την αξία της κανονιστικής ηθικής τόσο για την επίγεια ευτυχία όσο και για τη μακαριότητα της ψυχής. ; [no abstract available]
Το παρόν άρθρο εστιάζει στον πολυσχιδή χαρακτήρα της ελληνικής εφημερίδας Βρεττανικός Αστήρ και αναλύει τη σχεδιαστική δομή της ύλης, η οποία διακρίνεται από τρεις κύριους άξονες: την πολιτική, το εμπόριο και τα κοινωνικά θέματα και ζητήματα της εποχής. Ο πρωτοεκδόθηκε τον Ιούλιο του 1860 στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας από τον συγγραφέα, δημοσιογράφο και επιχειρηματία Στέφανο Ξένο (18211894). Κύριος στόχος του Στ. Ξένου ήταν η παραγωγή ενός ελληνικού πνευματικού έργου με τη μορφή της εφημερίδας σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά αντίστοιχων έργων του δυτικού κόσμου (Winston, 2005; Cole & Harcup, 2010). Η θεματική διάρθρωση της εφημερίδας διαφαίνεται από το πρώτο φύλλο της έκδοσης και τηρείται με συνέπεια καθ' όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας της. Κατά διαστήματα και ανάλογα πάντα με τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού και το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, παρεμβάλλονται στην ύλη της εφημερίδας θεματικά αφιερώματα, αναλύσεις, κείμενα αλληλογραφίας. Καθώς μελετά κανείς την πληροφοριακή αξία και το χαρακτήρα του Βρεττανικού Αστέρα, διαπιστώνει ότι η ελληνική εφημερίδα του Στ. Ξένου περιέχει σημαντικό πρωτογενές υλικό και αποτελεί σπάνια ιστορική πηγή για τις δραστηριότητες του παροικιακού ελληνισμού και τη σχέση του με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (18321862) (Καυκαλίδης, 1998). Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει, με έμφαση στο πρώτο έτος κυκλοφορίας, την ταυτότητα της εφημερίδας και τις θεματικές της κατευθύνσεις, όπως αυτές διαπιστώθηκαν μέσα από την έρευνα της δομικής σχεδίασης του περιεχομένου και των στόχων του δημιουργού της αλλά και να υπογραμμίσει τη σημασία της πρόσβασης στην ύλη των παλαιότερων περιοδικών και των εφημερίδων με τη βοήθεια των σύγχρονων μέσων διάθεσης αυτής της ύλης στο αναγνωστικό κοινό. ; This article focuses on the multifarious character of the Greek newspaper Vrettanikos Aster and analyses its content structure that is formed by the political, trade and social issues of the time. was first published in London by the writer, journalist and businessman Stephanos Xenos (18211894) in July 1860. Stephanos Xenos's main concern was to produce and distribute an authentic Greek intellectual work according to the publication standards of the western world (Winston, 2005; Cole & Harcup, 2010). The newspaper is characterized by a clear thematic structure, which is evident from its first issue and remains unaltered through all the issues that followed. Occasionally, according to the reading demands and the political and social settings of the time, Stephanos Xenos added special subject columns, opinion essays, selected writings and correspondence. By studying the informative value and the character of the newspaper, we conclude that Vrettanikos Aster contains important primary information material and constitutes a major historical source on the activity of Hellenic community and its involvement in the political scene of Greece over the last years of Othon's reign (18321862) (Kafkalidis, 1998).The main objective of this article is to discuss the shaping of the newspaper's identity and present its main thematic sections. Emphasis is put on the first year of the publication (1860). The conclusions are based on an extensive study of the publishing objectives of Stephanos Xenos in conjunction with the newspaper's structure, content and context of the texts.